Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Ο αγροτικός τομέας στις λάσπες των δυσκολιών

Εξι σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα στον αγροτικό τομέα της οικονομίας εντοπίζει μελέτη του ΙΟΒΕ και προτείνει άμεσο εκσυγχρονισμό, προκειμένου να γίνει ανταγωνιστικός στην παγκοσμιοποιημένη αγορά αλλά και επιπρόσθετα να προσδώσει πολλαπλασιαστικά οφέλη στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας.

Εχοντας ολοκληρωθεί τον Μάρτιο του 2011 και μάλιστα επί προεδρίας του σημερινού υπουργού Εθνικής Οικονομίας κ. Γιάννη Στουρνάρα, η μελέτη όχι μόνον είναι αποκαλυπτική αλλά και ιδιαίτερα επίκαιρη, γύρω από τα προτερήματα και τις παθογένειες του αγροτικού τομέα και ενώ οι κινητοποιήσεις των αγροτών έχουν περάσει ήδη στην τρίτη τους εβδομάδα.

1. Ανισομερής κατανομή μεταξύ φυτικής και ζωικής παραγωγής
Στην Ελλάδα, η συμμετοχή της φυτικής παραγωγής στη συνολική γεωργική παραγωγή αγαθών είναι διαχρονικά πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με το ποσοστό συμμετοχής της ζωικής παραγωγής, με την αναλογία μεταξύ φυτικής και ζωικής παραγωγής να κυμαίνεται σχεδόν στο 3:1 κατά μέσο όρο. Η αναλογία αυτή είναι ανισομερής συγκριτικά με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (5,7:4,3). Ως εκ τούτου συμπεραίνεται ότι υπάρχουν περιθώρια μεταστροφής της παραγωγής από φυτική σε ζωική, δεδομένου ότι το εμπορικό ισοζύγιο στα προϊόντα ζωικής παραγωγής είναι έντονα ελλειμματικό. Ο μετασχηματισμός της παραγωγής σε ζωικά προϊόντα θα συμβάλλει στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας όλου του κλάδου.

2. Υψηλή εξάρτηση της αγροτικής παραγωγής από επιδοτήσεις
Η παραγωγή του γεωργικού κλάδου δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης της φυτικής και ζωικής παραγωγής, της γεωργικής παραγωγής υπηρεσιών καθώς και των δευτερευουσών γεωργικών δραστηριοτήτων, εξαρτάται σημαντικά από το ύψος των επιδοτήσεων. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι επιδοτήσεις προϊόντων αποτελούσαν κατά μέσο όρο το 15% της συνολικής αξίας παραγωγής του γεωργικού κλάδου την 10ετία 1995-2005, ενώ έκτοτε παρατηρείται αξιοσημείωτη μείωση του σχετικού ποσοστού συμμετοχής στο 4% το 2009. Εντούτοις θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα η συμβολή των κρατικών ενισχύσεων στη γεωργική παραγωγή ήταν διαχρονικά υψηλότερη σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, γεγονός που δείχνει ότι η μείωση των επιδοτήσεων - όπως αυτή προβλέπεται από τη νέα ΚΑΠ - θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην αναδιάρθρωση της παραγωγής. Εντυπωσιακά είναι τα ευρήματα για την εξάρτηση του πρωτογενούς τομέα από τις κρατικές ενισχύσεις αν ληφθεί υπόψη το σύνολο των οικονομικών ενισχύσεων, από εθνικούς και Κοινοτικούς πόρους, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων αποζημιώσεις ΕΛΓΑ, επιδοτήσεις επιτοκίων, επιστροφή ΕΦΚ καυσίμων κ.ά. Σύμφωνα με τα στοιχεία του κρατικού προϋπολογισμού από το υπουργείο Οικονομικών, οι συνολικές κρατικές δαπάνες στον αγροτικό τομέα το 2010 ανήλθαν στα 9,2 δισ., καταγράφοντας σωρευτική αύξηση 39% την περίοδο 2003-2010.

Η έντονη ανισοκατανομή των επιδοτήσεων και η αναποτελεσματική διαχείρισή τους συνέβαλαν στην αύξηση των ελλειμμάτων στο εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων και στην απώλεια ανταγωνιστικότητας του αγροτικού τομέα. Επιπλέον, η κατανομή των επιδοτήσεων σε βάρος της ζωικής παραγωγής είχε επίσης ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ανισορροπίες στη σχέση φυτικής και ζωικής παραγωγής, με δυσμενείς επιπτώσεις στην προστιθέμενη αξία και στο αγροτικό εισόδημα.

3. Το μικρό μέγεθος των αγροτικών εκμεταλλεύσεων
Ο υψηλός αριθμός γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων έχει ως συνέπεια το πολύ μικρό μέγεθός τους. Το μέσο μέγεθος της αγροτικής εκμετάλλευσης στην Ελλάδα είναι μόλις 44,2 στρέμματα, ενώ το 90% των εκμεταλλεύσεων έχουν μέγεθος μικρότερο των 100 στρεμμάτων, μέγεθος εξαιρετικά μικρό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα αλλά και για τις σύγχρονες συνθήκες παραγωγής.

Σημειώνεται ότι μόνο το 3% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων έχουν μέγεθος άνω των 200 στρεμμάτων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το μέσο μέγεθος της ελληνικής γεωργικής εκμετάλλευσης ήταν 5,1 εκτάρια/εκμετάλλευση, ένα από τα χαμηλότερα μεγέθη στην Ευρώπη. Ως παράγοντες που συνέβαλαν στη δημιουργία μικρών διεσπαρμένων αγροτεμαχίων είναι η μορφολογία του εδάφους, η έλλειψη επαρκούς χωρικής οργάνωσης της χρήσης του εδάφους, καθώς και η εμμονή στα παραδοσιακά διοικητικά πρότυπα (κληρονομιά, ιδιοκτησία).

Η έλλειψη μεταβίβασης ή ενοποίησης αγροτικών εκτάσεων στην Ελλάδα οφείλεται επιπλέον και στον γερασμένο πληθυσμό της ελληνικής υπαίθρου, που θεωρεί τη γη στοιχείο κληρονομιάς και όχι στοιχείο παραγωγής, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν υπάρχει φόρος ιδιοκτησίας αγροτικής γης. Το μικρό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων έχει ως συνέπεια την ανεπαρκή μηχανοποίηση, το χαμηλό επίπεδο ενσωμάτωσης νέων τεχνολογιών, τη χαμηλή παραγωγικότητα και το πολύ χαμηλό εισόδημα των αγροτικών οικογενειών.

4. Χαμηλό μορφωτικό επίπεδο
Το μορφωτικό επίπεδο των απασχολουμένων στον πρωτογενή τομέα στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά χαμηλό, με το 56% των απασχολουμένων να έχουν απολυτήριο δημοτικού, ενώ στο σύνολο της οικονομίας το αντίστοιχο ποσοστό είναι πολύ μικρότερο (18%). Σημειώνεται ότι μόλις το 4% των απασχολουμένων στον πρωτογενή τομέα παραγωγής έχουν ανώτατη και ανώτερη μόρφωση, ενώ το 20% διαθέτει απολυτήριο λυκείου. Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των απασχολούμενων στον πρωτογενή τομέα έχει αρνητικές επιπτώσεις, όχι μόνο στην παραγωγικότητα αλλά και στην εισαγωγή καινοτομιών και στην προσαρμοστικότητα του κλάδου στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες της διεθνούς αγοράς.

5. Χαμηλός βαθμός αξιοποίησης της εκμηχάνισης - Χαμηλή παραγωγικότητα

Η εκμηχάνιση της ελληνικής γεωργίας σε σχέση με αυτή των υπολοίπων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης βρίσκεται σε ικανοποιητικό επίπεδο, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από την Παγκόσμια Τράπεζα. Στις αροτραίες καλλιέργειες, ο αριθμός των χρησιμοποιούμενων ελκυστήρων ανά 100 τετρ. χλμ. αροτραίων καλλιεργειών ήταν 1.018 στην Ελλάδα, πολύ κοντά στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Από τα στοιχεία φαίνεται ότι οι Ελληνες αγρότες έδωσαν μεγάλη έμφαση στην αγορά ελκυστήρων και άλλων γεωργικών μηχανημάτων και οχημάτων, εκμεταλλευόμενοι τις φορολογικές διευκολύνσεις και τις επιχορηγήσεις που παρέχονται για τον σκοπό αυτό από το κράτος. Παρ' όλα αυτά, το μικρό μέγεθος και ο πολυτεμαχισμός των εκμεταλλεύσεων δεν επιτρέπει την ορθολογική αξιοποίηση του εξοπλισμού, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στη χαμηλή παραγωγικότητα της ελληνικής γεωργίας.

Ενδεικτικό της χαμηλής παραγωγικότητας στον πρωτογενή τομέα είναι επιπλέον το γεγονός ότι η ονομαστική αύξηση του μισθολογικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος είναι ταχύτερη στον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εκφράζοντας τη σχετική επιδείνωση της παραγωγικότητας του εν λόγω κλάδου παραγωγής. Για την περίοδο 1997 - 2008 το κατά μονάδα μισθολογικό κόστος στον αγροτικό τομέα αυξήθηκε σωρευτικά κατά 120,8% σε ονομαστική βάση στην Ελλάδα, καταγράφοντας την τρίτη μεγαλύτερη επίδοση μεταξύ χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής κυμάνθηκε στο 7,5%, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία.

Ο κατακερματισμός της παραγωγής, η μη ικανοποιητική δομή των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και η έλλειψη επιχειρηματικότητας συμβάλλουν στη χαμηλή παραγωγικότητα. Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι η διατήρηση του κόστους παραγωγής και διάθεσης πολλών αγροτικών προϊόντων στην Ελλάδα πολύ υψηλότερα σε σχέση με άλλες χώρες.

Κατά συνέπεια η ανάληψη πρωτοβουλιών για την εισαγωγή καλλιεργειών εντάσεως κεφαλαίου ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα της γεωργικής γης και να καταστεί εφικτή η αύξηση του γεωργικού προϊόντος μπορεί να είναι επωφελής.

6. Επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας
Τα στοιχεία εξωτερικού εμπορίου δείχνουν ότι η διεθνής ανταγωνιστικότητα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων επιδεινώνεται συνεχώς, παρά τη μεγάλη στήριξη που δέχτηκε ο κλάδος από Κοινοτικούς πόρους στο πλαίσιο της ΚΑΠ. Επιπλέον, ο δείκτης ισοζυγίου δείχνει τη σχετική βαρύτητα του εμπορικού ισοζυγίου (ελλειμματικό) στο σύνολο των εμπορικών ροών, αποτυπώνοντας ουσιαστικά την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας των αγροτικών προϊόντων για μία μακροχρόνια περίοδο (1999-2009), καταδεικνύει ότι την τελευταία 10ετία η ανταγωνιστικότητα της αγροτικής παραγωγής συνεχώς επιδεινώνεται.

Την περίοδο 1999-2009 η αύξηση των εξαγωγών εγχώριων αγροτικών προϊόντων ήταν περιορισμένη σε σχέση με τις εισαγωγές, ακόμη και στους κλάδους στους οποίους η Ελλάδα κατέχει ουσιαστικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια αυξάνεται και το εύρος των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων που περιλαμβάνουν και προϊόντα που παράγονται ευρέως και στην Ελλάδα.

Ως εκ τούτου γίνεται σαφές ότι τα ελληνικά προϊόντα δεν έχουν αξιοποιήσει τις ευκαιρίες από την ταχεία αύξηση της εγχώριας ζήτησης, τη δημιουργία της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και της παγκοσμιοποίησης.

Τούτο οφείλεται και στην αδυναμία προσαρμογής των καλλιεργειών από τους αγρότες, οι οποίοι με άξονα τις επιδοτήσεις και τις κρατικές ενισχύσεις αγκιστρώθηκαν σε καλλιέργειες «παραδοσιακών» προϊόντων, ανεξαρτήτως κόστους και συνθηκών ζήτησης, αποφεύγοντας να υιοθετήσουν νέες καλλιέργειες ή/και μεθόδους παραγωγής με στόχο την ανταγωνιστική παραγωγή και την εκμετάλλευση νέων ευκαιριών που προκύπτουν από αναπτυσσόμενες αγορές.


Πηγή: Κέρδος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου